- ξεσαβουριάζω
- βλ. ξεσαβουρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσαβουριάζω — ξεσαβούριασα, ξεσαβουριάστηκα, ξεσαβουριασμένος, και ξεσαβουρώνω ξεσαβούρωσα, ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος 1. μτβ., για πλοίο, αφαιρώ τη σαβούρα, πετώ το έρμα του, αφερματίζω. 2. αμτβ., αφαιρώ τη σαβούρα μου, πετώ το έρμα μου: Το καράβι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσαβουρώνω — και ξεσαβουριάζω 1. αφαιρώ τη σαβούρα, το έρμα από το πλοίο, αφερματίζω 2. αποβάλλω τη σαβούρα, το έρμα («το πλοίο ξεσαβουρώνει») 3. απαλλάσσω κάτι από καθετί το άχρηστο, από περιττό φορτίο, καθαρίζω 4. απαλλάσσομαι από ένα βάρος ή από περιττό… … Dictionary of Greek
ξεσαβούρωμα — και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω] 1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση 2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα 3. απαλλαγή από περιττό φορτίο … Dictionary of Greek